- διεκδύω
- διεκδύω και διεκδύνω (Α) [εκδύω]διαφεύγω, ξεγλιστρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διέκδυσις — διέκδυσις, η (AM) [διεκδύω] 1. μέσο διαφυγής 2. τέχνασμα, υπεκφυγή 3. φρ. «διέκδυσις μυών» ποντικότρυπα … Dictionary of Greek